- κατιππάζομαι
- κατιππάζομαι (Α)ιων. τ. βλ. καθιππάζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθιππάζομαι — καθιππάζομαι, ιων. τ. κατιππάζομαι (Α) 1. διατρέχω μια χώρα έφιππος («ἡ δὲ ἵππος προελθοῡσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταπατώ, προσβάλλω («παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», Αισχύλ.) 3. μτφ. καταστρέφω 4. ιππεύω, καβαλικεύω 5.… … Dictionary of Greek